Πατρόφιλος

Πατρόφιλος
Πατρόφιλος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πατρόφιλος — Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • Πατροφίλου — Πατρόφιλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατροφίλῳ — Πατρόφιλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατρόφιλε — Πατρόφιλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατρόφιλον — Πατρόφιλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der antiken Koroplastiker — Die Liste der antiken Koroplastiker verzeichnet die bekannten Koroplastiker der Antike. Name griechisch Wirkungsort Zeit Bemerkung Beispiel Agathemeros Ἀγαθήμερος Myrina 1. Jh. v. Chr. nur bekannt von zwei Statuetten …   Deutsch Wikipedia

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”